26 Σεπτεμβρίου, 2013

Κινηματογράφος: Οι ταινίες της εβδομάδας (TRAILER)

Αρκετές οι πρεμιέρες που βγαίνουν κανονικά στις αίθουσες απόψε. Εμείς προτείνουμε χωρίς αναστολές την καναδέζικη ταινία της Αναίς Μπαρμπό - Λαβαλέτ «ΑΝΑΜΕΣΑ». Παράλληλα σε εξέλιξη βρίσκεται το 19ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας «Νύχτες Πρεμιέρας», που ολοκληρώνεται το βράδυ της Κυριακής 29 Σεπτέμβρη με προβολές σε διάφορες κεντρικές αίθουσες.
Προτείνουμε λοιπόν να δείτε τις κάτωθι ταινίες που θα προβληθούν μέσα στο τριήμερο Παρασκευή - Κυριακή: Σάββατο 28/9 στην Αίθουσα 1 του ODEON OPERA, κατά τις 18.45 θα αρχίσει η προβολή της μικρού μήκους γαλλικής ταινίας του Αλαίν Ρενέ «ΝΥΧΤΑ ΚΑΙ ΚΑΤΑΧΝΙΑ» (1955), ενώ στην Ταινιοθήκη, την ίδια μέρα, στις 18.00, θα προβληθεί το «α’ μέρος» - 217 λεπτά - της εφτάωρης ταινίας του Χανς - Γιούργκεν Ζύμπερμπεργκ «ΧΙΤΛΕΡ: ΜΙΑ ΤΑΙΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ» (1977). Το «β’ μέρος» της ταινίας - 193 λεπτά - θα προβληθεί την Κυριακή 29/9, στον ίδιο χώρο.
Κριτική: Τζία Γιοβάνη
«Ανάμεσα» (Inch'Allah) της Αναίς Μπαρμπό – Λαβαλέτ
Με βλέμμα ντοκουμενταρίστικο – περισσότερο ‘κατατοπιστικό’ για την κατάσταση των προσφύγων από το σενάριο - και με φόρμα ‘ανεπεξέργαστη’, αυτή η ταινία «θέσης» της Καναδής κινηματογραφίστριας Αναίς Μπαρμπό – Λαβαλέτ, βρίσκει ουσιαστικό λόγο ύπαρξης στο πλαίσιο ενός ‘πραγματικού’ ντεκόρ και μιας νομιμοποιημένης μυθοπλαστικής ‘κατασκευής’. Με αρκετές εκλάμψεις, επικές και λυρικές, που κουρελιάζουν μιζέρια – ίδια αρχαία τραγωδία - που το Ισραήλ έχει καταδικάσει τους Παλαιστίνιους, αυτά τα ξεχασμένα από Δυτικούς θεούς κι ανθρώπους όντα, που αναγκάζονται να επιβιώνουν ανάμεσα σε ερείπια και χαλάσματα, μαντρωμένοι μέσα στο τείχος του αίσχους που ‘προφυλάσσει’ το επίλεκτο έθνος από τους αρουραίους των υπονόμων που δεν βρίσκουν δικαίωση! Η 34χρονη προοδευτική σκηνοθέτης έφτιαξε ένα εντυπωσιακό σε δύναμη και βαρύτητα φιλμ πάνω στα ξεσκεπασμένα πια άλλοθι της ‘αντικειμενικότητας’ και των ‘ίσων αποστάσεων’ που οδηγούν σε απελπισμένα και απελπιστικά αδιέξοδα…
Η Κλοέ, μια νεαρή μαμή από τον Καναδά, εργάζεται σε μια αυτοσχέδια κλινική στους παλαιστινιακούς προσφυγικούς καταυλισμούς, δίπλα σε ένα Γάλλο γιατρό. Η Κλοέ νοικιάζει σπίτι στην Ιερουσαλήμ, έτσι έγινε φίλη με την νεαρή της γειτόνισσα Άβα που εργάζεται στον ισραηλινό στρατό. Έγινε όμως φίλη και με τη Ραντ από την άλλη όχθη, μια νεαρή εγκυμονούσα παλαιστίνια - με άντρα στις ισραηλινές φυλακές - και με την υπόλοιπη οικογένεια της, τον μεγάλο και μικρό αδελφό της και τη σιωπηλή μητέρα τους. Οι σχέσεις αυτές της Κλοέ μοιάζουν με αιωρούμενες γέφυρες, οι άνθρωποι αυτοί ζουν περιχαρακωμένοι, καθένας στο δικό του κόσμο.
Η Κλοέ ήρθε αποφασισμένη να παραμείνει ‘ανεξάρτητος’ εργαζόμενος που απλά, κάνει τη δουλειά του. Μπαινοβγαίνοντας όμως καθημερινά στα σημεία ελέγχου των ισραηλινών, γίνεται κοινωνός της επίσημης, έκνομης βίας που ο κατακτητής ασκεί στους κατακτημένους, τις πολύμορφες όψεις αυτού του ακήρυχτου, αμείλικτου πολέμου, γίνεται μάρτυρας της ισραηλινής απανθρωπιάς που φθάνουν να δολοφονούν εν ψυχρώ ένα δεκάχρονο παιδί που με τα γυμνά του χέρια ‘επιτέθηκε’ στο στρατιωτικό τζιπ, που αλώνιζε στα κατεχόμενα στη παλαιστινιακή πλευρά του Τείχους του αίσχους, εκεί που τα παιδιά δουλεύουν ξεχωρίζοντας σκουπίδια και παίζουν δίπλα στο μολυσμένο έλος…
Η 34χρονη προοδευτική σκηνοθέτης γύρισε την ταινία επί τόπου, με κάμερα στο χέρι, γεγονός που αυτόματα προσδίδει στο φιλμ αύρα αυθεντικότητας, ενώ οι αναφορές στην καθημερινότητα προθέτουν ελαφρύ τόνο επιβράδυνσης του ρυθμού. Μακριά από μανιχαϊσμούς η Μπαρμπό – Λαβαλέτ – γνώστης της περιοχής, έζησε κι έκανε σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Ραμάλα - υπογράφει μια αξιόλογη ταινία, δυνατή κι ενοχλητική, για τη ‘στάση’ των άμεσα και των έμμεσα (όλης της ανθρωπότητας δηλαδή) εμπλεκομένων στο «Παλαιστινιακό» βάζοντας ουσιαστικά το ερώτημα: «Σε ποιο βαθμό μια σύγκρουση που δεν μας ανήκει μπορεί να γίνει ‘δική’ μας;» Ο χαρακτήρας της Chloe μετατρέπεται σταδιακά σε πεδίο συγκρούσεων, παρά την αυστηρή προειδοποίηση για ‘σύνεση και ουδετερότητα’ από το αφεντικό της. Εκείνη σταδιακά και όσο η ζωή κάνει τις σχέσεις να βαθαίνουν, αρχίζει να μετέχει στα βάσανα των παλαιστινίων που της φέρνουν πόνο… Ένα πόνο ελεγχόμενο… μέχρι το μοιραίο περιστατικό στο σημείο ελέγχου, που προκαλεί την ανατροπή. Όταν την καταπίνει ο πόλεμος οι προστατευτικές της μπαριέρες πέφτουν και δεν μπορεί πλέον να μένει απλός και τάχα μου αντικειμενικός θεατής… Συγκλονισμένη από τα συσσωρευμένα νταϊλίκια,   ταπεινώσεις και θάνατο που επιβάλουν οι ισραηλινοί  στους παλαιστίνιους, στερώντας τους τη ζωή πάνω στη δικιά τους γη, θρέφοντας έτσι την τρομοκρατία και την αντίσταση... παίρνει θέση!
Η εισαγωγική σεκάνς αναφέρεται σε βομβιστική απόπειρα, ηλιόλουστο καταμεσήμερο, σε υπαίθριο καφέ της Ιερουσαλήμ. Βίαιη έναρξη, μιας βίαιης θεματικής που με φλας μπακ και ασύγκριτη αφηγηματική λεπτότητα θα αναπτύξει η ταινία… Η Εβελίν Μπροσύ, στο ρόλο της καναδής μαμής, ενσαρκώνει με εύθραυστη δύναμη την ηρωίδα υπό πίεση, με διαδρομή συνείδησης με σημείο εκκίνησης την αμφισβήτηση και κατάληξη την σιωπηλή αποδοχή του αδιανόητου, ως αναγκαιότητα… Μέσα από το βλέμμα της ο θεατής διασχίζει τις εχθρικές γραμμές και λογικά ταυτίζεται με τον ιδεαλισμό της απόφασής της. Ταινία ουσιαστική που δεν πρέπει να χάσετε!
Παίζουν: Εβελίν Μπροσύ, Κάρλο Μπραντ, Σαμπρίνα Ουαζανί, Σιβάν Λέβι, Γούσεφ ‘Τζο’ Σβέϊντ, κ.α.
Παραγωγή: ΚΑΝΑΔΑΣ, ΓΑΛΛΙΑ (2012)


«Το κάλεσμα» (The Conjuring) του Τζέιμς Γουάν
Ταινία τρόμου με εξορκισμούς, τηλεπάθειες, αντίχριστους κλπ… Ένα ‘παστίς’ –κομψή έκφραση για τον αχταρμά - που βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα βασισμένα στο βιβλίο «TheAmityvilleHorror» και διαφημίζεται ως ελκυστικός. Ο σκηνοθέτης Τζέιμς Γουάν («SAW» 2004) κινείται στο είδος του, αλλά μοιάζει να μη μπορεί να αποφασίσει προς ακριβώς ποια πλευρά να στρέψει «ΤΟ ΚΑΛΕΣΜΑ». Σούμα : μια σούπερ ρηχή (όχι ότι αναμενόταν κάτι διαφορετικό), στρεβλή και παράφωνη επιθανάτια εμπειρία. Μετά από μια, κατά τι, υποβλητική εισαγωγή εξελίσσεται το όλον, σε απροσδόκητη απόδραση τύπου «GHOSTBUSTERS» και καταλήγει σε έναν άγριο εξορκισμό στο υπόγειο…
Βρισκόμαστε στο 1971 και η ειδυλλιακή οικογένεια Πέρον με τις 5 κόρες, μετακομίζει σε μια μεγάλη, παλιά, ξύλινη βίλα στα περίχωρα της Νέας Υόρκης. Με το που τα μέλη της οικογένειας πατούν το πόδι τους, διαλέγουν δωμάτια, βάζουν καινούργιες ταπετσαρίες στους τοίχους και ‘ξύνουν’ τα φθαρμένα ξύλινα πατώματα, βρίσκονται μπροστά σε μια άσχημη, αντιπαθέστατη κούκλα - που διακατέχεται από κακό πνεύμα - που μουτζουρώνει με κόκκινο κραγιόνι τοίχους, πόρτες και τραπέζια ενώ, αρχίζουν να εμφανίζονται περίεργοι μώλωπες στα σώματα των ενοίκων… Κι όλα αυτά, μαζί με πόρτες που ανοιγοκλείνουν με πάταγο από μόνες τους, με τα ρολόγια του σπιτιού να σταματούν κάθε νύχτα στις 3.07 και με μια κόρη, να μιλά για κάποια ‘Ρόρι’, η μορφή της οποίας εμφανίζεται στο καθρεφτάκι του μουσικού κουτιού… Σε γενικές γραμμές, η παρουσία εχθρικών δυνάμεων δαιμόνων, γίνεται παραπάνω από αισθητή… Αντί λοιπόν, όπως θα έκανε κάθε λογικός οικογενειάρχης, να μαζέψει τη φαμίλια και να του δίνουν άρον - άρον από το στοιχειωμένο ερείπιο (ειδικά μετά την επίθεση ενός δαίμονα σε μια κόρη), οι γονείς, αναζητούν βοήθεια σε ζευγάρι δαιμονολόγων / μέντιουμ, του Εντ και της Λορέν Γουόρεν, που ειδικεύονται στον τομέα των ‘παρα- και- μεταφυσικών’ δραστηριοτήτων. Οι Γουόρεν διαθέτουν το χάρισμα – ή μάλλον το ανάθεμα – να οσμίζονται και να αισθάνονται την ύπαρξη σκοτεινών δυνάμεων... Οι Γουόρεν λοιπόν ρίχνονται με τα μούτρα στη διερεύνηση του φαινομένου, επεξηγώντας παράλληλα με παιδαγωγική έμφαση, το πως λειτουργεί η διαδικασία απομάκρυνσης του κακού… ίδιοι χριστιανοί ιεραπόστολοι, που πάσει θυσία, προσπαθούν να διαδώσουν την πίστη τους...
Με γωνίες λήψης που κουρδίζουν τον τρόμο, με φωτισμό βασισμένο στα ‘κοντράστ’, με ‘τρομαχτικά’, υπόκωφα κι εκκωφαντικά, ηχητικά εφέ και με γεύση από χιτσκοκικό κληροδότημα – όρα «ΠΟΥΛΙΑ» και «ΨΥΧΩ» - η ενίοτε στατική, συνήθως όμως ηδονοβλεπτική κάμερα, γλιστρά εν μέσω στοιχείων μελοδραματικών και ενός διαλόγου ανόητου, ‘ερασιτεχνικού’, που δίνει την αίσθηση του βιαστικού και του αυτοσχέδιου και, ξεφεύγει εντελώς όταν μπαίνει στη ‘βιογραφία’ των Γουόρεν και τη μακρά τους εμπειρία στο πεδίο των φαντασμάτων… Περισσότερο σοφιστικέ δεν εμφανίστηκε ποτέ το δαιμονικό στοιχείο, είναι όμως τόσο ‘κουφό’ που κάνει την όποια, τυχόν, γοητεία να εξατμίζεται... Στο σύνολό τους οι ιδέες της ταινίας είναι κατασκονισμένες, τετριμμένες και υπερβολικής διάρκειας…
Το ηθικό δίδαγμα της ταινίας έχει παραλήπτες τους επίδοξους αγοραστές – μέσα από τραπεζικούς πλειστηριασμούς – ή μάλλον καταπατητές της λαϊκής περιουσίας της προερχόμενης από κατασχέσεις : Το στοιχειωμένο σπίτι, οι Πέρον το αγόρασαν από πλειστηριασμό Τραπέζης… Προσοχή λοιπόν!
Παίζουν: Πάτρικ Γουίλσον, Βέρα Φαρμίγκα, Λίλυ Τέιλορ, κ.α.
Παραγωγή: ΗΠΑ (2013)

«Νύχτα γεμάτη έρωτα» (Penny Serenade) του Τζορτζ Στίβενς
Επανέκδοση για το πρωτίστως κομψό, διακριτικό και πανάλαφρο αμερικάνικο ρομαντικό μελόδραμα του Τζορτζ Στίβενς από το 1941, με τον αυθεντικό τίτλο «PENNY SERENADE» και τους πρωταγωνιστές Κάρυ Γκραντ και Αϊρίν Ντουν στο ρόλο του ζευγαριού που συναντιούνται, ερωτεύονται, χωρίζουν και ξαναφιλιώνουν με άξονα πάντα την επιθυμία για ένα παιδί, δικό τους ή μη, θεματική που εξελίσσεται και αγκαλιάζει το κοινωνικό θέμα της υιοθεσίας ... Αφηγηματικός κορμός της ταινίας η μουσική που βγαίνει από τα βινύλια που γυρίζουν στο πικάπ και ξυπνά στη Τζούλι αναμνήσεις από το παρελθόν. Θύμησες από τον παρορμητικό της γάμο με τον ρεπόρτερ Ρότζερ Άνταμς που αρχίζει με ευτυχισμένο ντελίριο και καταλήγει με τραγωδία. Θύμησες ποταμός, που συγκροτούνται σε κεφάλαια αναδρομών στο παρελθόν (flash back) που με τη σειρά τους συνθέτουν τη γραμμική αφήγηση της ταινίας.
Ένα από τα κλασικά, αυθεντικά δακρύβρεχτα φιλμ του Χόλυγουντ, άριστα φτιαγμένο και άριστα παιγμένο. Με τρομερή ανθρώπινη ζεστασιά και πολύ χιούμορ – ιδιαίτερα στη σεκάνς που το υιοθετημένο μωρό έρχεται σπίτι με τους γονείς του, τον πατέρα του (Κάρυ Γκραντ) και την μητέρα του (Αϊρίν Ντουν). Δύο ηθοποιούς που συνηθίσαμε σε πιο ανάλαφρες και πιο κωμικές ερμηνευτικές συνευρέσεις. Ο Κάρυ Γκραντ εδώ υποδύεται τον παρορμητικό και ελαφρόμυαλο ρεπόρτερ που το πρώτο χτύπημα της μοίρας κάπως συνεφέρνει, ενώ η διάφανη, γλυκύτατη και σοφιστικέ Αϊρίν Ντουν υποδύεται την ώριμη ερωτευμένη γυναίκα, που ανάλογα την κατάσταση μεταμορφώνεται σε λαμπερή ή θαμπή. Ο ρόλος του Κάρυ Γκραντ έχει σαφείς κωμικούς τόνους, ενώ εκείνος της Αϊρίν Ντουν έντονα δραματικούς!
Μια συγκινητική ιστορία αγάπης με εξαίρετη ‘αόρατη’ σκηνοθεσία, με μειλίχια περάσματα από μια σκηνή στην άλλη, με χρήση πλούσιας κινηματογραφικής γλώσσας. Το σενάριο δεν είναι παρά κοινότοπο, όμως τι παραπάνω να περιμένει κανείς από μια ταινία σχεδιασμένη αποκλειστικά ως μια σπαραξικάρδια εμπορική επιτυχία; Βέβαια, οι ερμηνείες των πρωταγωνιστών και το πνεύμα του φιλμ ευαίσθητα σαν πορσελάνη, εξυψώνουν την ταινία και την κατατάσσουν στις κλασικές ιστορίες αγάπης…
Παίζουν: Κάρυ Γκραντ, Αϊρίν Ντουν, Έντγκαρ Μπουκάναν, κ.α.
Παραγωγή: ΗΠΑ (1941)

«Frances Ha» του Νόα Μπάουμπαχ
«Νεοϋορκέζικη» με βούλα ταινία με γνωστούς δρόμους και χώρους να περνούν μπροστά από τα μάτια μας… Το χαρακτηριστικό όμως η ταινία ‘πιάνει’, είναι η αίσθηση της αμερικάνικης μεγαλούπολης και το χρώμα της που εκπέμπεται μέσα από την γραμμική αφήγηση της ιστορίας της 27-χρονης Φράνσις σε μόνιμη κρίση ηλικίας … της Φράνσις που έχει πάμπολλα όνειρα για το τι θα κάνει όταν μεγαλώσει… όμως το πρόβλημα φαίνεται να είναι ότι ήδη είναι μεγάλη, μόνο που αρνείται πεισματικά να μεγαλώσει... Παραπάνω από αυτό δεν έχει να πει η ταινία...
Που παράλληλα στέκεται στο γεγονός ότι οι νέοι άνθρωποι που καταφθάνουν στη Μέκκα της τέχνης, Ν. Υόρκη, για να γίνουν ‘κάτι’, το μόνο που - οι περισσότεροι - καταφέρνουν είναι να εξελιχθούν σε άεργους που μοιράζονται το νοίκι πασχίζοντας να ενταχθούν σε κύκλους που σχετίζονται με την καλλιτεχνία, την αναγνωρισιμότητα, άρα την διασημότητα … ωστόσο οι ιδέες είτε για συγγραφή βιβλίων είτε για ιδέες για φιλμ ποτέ δεν φθάνουν πουθενά, τερματίζουν συνήθως στο στάδιο της σκέψης.
Η ταλαντούχα Γκρέτα Γκέργουϊκ στο ρόλο της Φράνσις που μοιράζεται το διαμέρισμα με τη κολλητή της και ονειρεύεται – όχι όσο έντονα χρειάζεται - καριέρα χορεύτριας και κάποιον να ερωτευθεί, ξεδιπλώνει μια υποκριτική διασκεδαστική και εντυπωσιακή … ερμηνεύοντας έναν δυσκίνητο χαρακτήρα, ένα εγωκεντρικό και συγκεχυμένο άτομο που ελαφρώς, δίνει στα νεύρα, που κάποιος θέλει να βλέπει στην οθόνη, αλλά στην πραγματικότητα, δεν θα ήθελε να έχει πάρε δώσε μαζί του. Δεν γνωρίζουμε αν αυτό οφείλεται στον Μπάουμπαχ που θεωρείται μαέστρος στη σπουδή χαρακτήρων ή στην συν - σεναριογράφο Γκέργουϊκ που ταξιδεύει πάνω στο σενάριο με υποδειγματική αβίαστη ευκολία…
Το φιλμ δεν στηρίζεται σε συμβατική δραματουργία. Το μείγμα κωμικότητας και μελαγχολίας που το διαπερνά, η ασπρόμαυρη φωτογραφία που δίνει αποφασιστικά το καθοριστικό στίγμα στην ταινία, η αίσθηση που αποπνέει από τη σκηνογραφική δουλειά και οι ‘βαρεμένοι’ μικροαστοί με τις επάρσεις και τα ψυχολογικά τους προβλήματα, στέλνουν τις σκέψεις σε ένα ‘φόρο τιμής’ στο γαλλικό «νέο κύμα» αλλά και στην οδυνηρή γοητεία του  «MANHATTAN» του Γούντι Άλεν. Ο σκηνοθέτης Νόα Μπάουμπαχ εξάλλου μοιάζει να ανθίζει στο περιβάλλον αυτό, σε μια ταινία με χαρακτήρα διανοουμενίστικο πάνω σε ένα δράμα σχέσεων. Το ντουέτο των δημιουργών του φιλμ, τόσο ο Μπάμπαχ όσο και η πρωταγωνίστρια Γκέργουϊκ δηλώνουν θαυμαστές του Γούντι Άλεν. Κατέφυγαν λοιπόν σε έναν απεικονιστικό μηχανισμό με μαλακά, στρογγυλεμένα κοντράστ (αντιθέσεις) σαν κι εκείνον που δίνει στο «MΑΝΗΑΤΤΑΝ» έξτρα, νοσταλγικό βάρος... Το ζητούμενο το πλησιάζουν σαφώς, με το δικό τους ανανεωμένο touch.
Η Φράνσις τώρα παρά τις φιλοδοξίες να καθιερωθεί ως σοβαρή επαγγελματίας χορεύτρια, μόλις και μετά βίας κατορθώνει να πειθαρχεί τα άκρα της όταν εξωτερικεύει τις εσωτερικές της ανησυχίες με χορογραφία και κινήσεις ενοχλητικά αδέξιες… Η ηρωίδα που συχνά κατορθώνει να ισορροπεί τα πράγματα με ένα προσωπικό υποκριτικό στυλ, γίνεται τελικά παρωδία μιας αποτυχημένης ‘ενήλικης’ έφηβης που γρήγορα κουράζει με την παράλογη προβολή του εγώ της, τροχοπέδη στις δυνατότητές της. Η ταινία δεν αφήνει αποτύπωμα στον απαιτητικό θεατή... γιατί αυτός τουλάχιστον γνωρίζει από τη στιγμή που υπογράφει ‘το 1 και ½ ώρας συμβόλαιο με την ταινία’ ότι θα δει μια ευχάριστη, μετρίως πνευματική Νέα Υόρκη - έτσι όπως είμαστε συνηθισμένοι να βλέπουμε - την απεικόνιση δηλαδή της πόλης από την πολιτιστική της άρχουσα τάξη.
Ταινία επιτηδευμένα μαριναρισμένη στην όμορφη μελαγχολία των ασπρόμαυρων εικόνων. Τίποτα άλλο…
Παίζουν: Γκρέτα Γκέργουϊκ, Μίκι Σάμνερ, Άνταμ Ντράϊβερ, κ.α.
Παραγωγή: ΗΠΑ (2012)

«Ένας χρόνος είναι αρκετός» (I Give it a Year) του Νταν Μέϊζερ
Βρετανική παραγωγή του 2013, η ισχνή και εύπεπτη αισθηματική κομεντί - γεμάτη από αστεϊσμούς τύπου Άνταμ Σάντλερ. Η σκηνοθεσία της ταινίας ανήκει στον Νταν Μέϊζερ που στο παρελθόν, μαζί με τον Σάσα Μπάρον Κοέν, δούλεψε στο «AliG» και το «Borat». Στην πρώτη αυτή, μεγάλου μήκους ταινία του, ο Μέϊζερ προσδοκούσε να δώσει μια πρωτόγνωρη, προς τα μπρος, ώθηση στην κωμωδία, που διαφημίζεται ως η ‘πιο αστεία βρετανική ταινία εδώ και χρόνια’. Δυστυχώς, το αποτέλεσμα δείχνει ότι η ώθηση ήταν μάλλον προς τα πίσω…
Η ταινία μπορεί να διαθέτει περισσότερη (στο ζύγι) ίντριγκα, ταλαντεύεται όμως ανάμεσα στη χυδαιότητα μπλεγμένα με κάποια ίχνη φινέτσας και παίζει με προκαταλήψεις (για άγγλους, αμερικάνους, ανθρωπιστική βοήθεια, ανώτερη μεσαία τάξη, κλπ. κλπ…). Οι σκηνές στοιβάζονται η μια δίπλα στην άλλη χωρίς ουσία σε μια δομή που δεν επιφυλάσσει εκπλήξεις. Απλά, είναι λίγο πιο βαρετή και λιγότερο ρομαντική... Το σενάριο είναι φορτωμένο με διάλογο που σφύζει από σεξουαλικούς υπαινιγμούς και εκστομίζεται από χαρακτήρες που λίγο ως πολύ έχουν κάποια βίδα ξελασκαρισμένη. Στο επίκεντρο ένα ζευγάρι που συναντιέται σε ένα πάρτι κι ερωτεύονται κεραυνοβόλα. Ήδη όμως από την γαμήλια τελετή συνειδητοποιούν ότι δεν είναι πλασμένοι ο ένας για τον άλλον…

«Ο Παράδεισος της πίστης» (Paradies: Glaube) του Ούλριχ Ζάϊντλ
Πρεμιέρα και για την περσινή (2012) συμπαραγωγή Αυστρίας, Γαλλίας, Γερμανίας, δεύτερη ταινία της, άξιας προσοχής, τριλογίας του Αυστριακού Ούλριχ Ζάϊντλ, που βάζει την καθολική πίστη, στον καναπέ του ψυχοθεραπευτή. Στο πρώτο κομμάτι της τριλογίας με τίτλο «Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ» ο Ζάϊντλ έδειξε το πανόραμα της δυτικής αποικιοκρατικής οπτικής σε όλη την αποκρουστικότητά της (σεξοτουρισμός και κατάχρηση εξουσίας σε πολλαπλά επίπεδα ).
Εδώ, η ταινία πραγματεύεται την αναγκαστική εξουσία πάνω στο νου, τη σεξουαλικότητα κλπ. Ο Ζάϊντλ που μεγάλωσε σε ένα αυστηρό καθολικό σπιτικό και βίωσε την αθεράπευτη θρησκοληψία από κοντά δίνει αφήνει την Άννα Μαρία, νοσοκόμα ακτινολογικού, να ενσαρκώσει τη γυναίκα που καθημερινά αυτομαστιγώνεται για να απελευθερωθεί από τις ανθρώπινες επιθυμίες, γονατισμένη μπροστά στον Εσταυρωμένο.
Ο παράδεισος για την Άννα Μαρία ταυτίζεται με τον Ιησού. Όλο τον ελεύθερο καιρό της τον περνά κάνοντας ιεραποστολισμό. Κατά τα καθημερινά της ταξίδια στην Βιέννη, πάει από πόρτα σε πόρτα με ένα αγαλματάκι της Παναγίας. Μια μέρα μετά από πολλά χρόνια απουσίας εμφανίζεται ξαφνικά ο άνδρας της, ένα αιγύπτιος μουσουλμάνος…

«Το απαγορευμένο ποδήλατο» (Wadjda) του Αλ Μανσούρ
Σκηνοθετημένη από την πρώτη γυναίκα σκηνοθέτη της Σαουδικής Αραβίας Χάϊφαα Αλ Μανσούρ και γυρισμένη εξ ολοκλήρου στη χώρα, η ταινία «ΤΟ ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΟ ΠΟΔΗΛΑΤΟ» (2012), μια συμπαραγωγή Σαουδικής Αραβίας και Γερμανίας, είναι το φιλμ που έχει πρεμιέρα απόψε. Πρόκειται για ένα διακριτικό, απλό εγχείρημα στο οποίο η σκηνοθέτης και σεναριογράφος Αλ Μανσούρ, ανασύρει στην επιφάνεια την γυναικεία καθημερινότητα στην Σαουδική Αραβία στο πλαίσιο των πατριαρχικών κανόνων, όπου πολλά έχουν να κάνουν με το να κάνεις την παρουσία σου αόρατη, κρυμμένη από πιθανά ανδρικά βλέμματα και αυτιά.
Η σκηνοθέτης έφτιαξε την ταινία με όμορφο και ταπεινό τρόπο. Μοντάρει με σιγουριά το υλικό της, παρακάμπτει τις αποστάσεις και δημιουργεί σουσπάνς με την εναλλαγή ανάμεσα σε λεπτομέρειες των γεγονότων και θραύσματα από τη μεγαλύτερη ιστορία. Η ταινία μιλά για τη εντεκάχρονη Βαντίντα που ονειρεύεται ένα ζηλεμένο πράσινο ποδήλατο. Στη χώρα που ζει όμως απαγορεύεται να κάνουν τα κοριτσάκια ποδήλατο στο δρόμο. Καθ’ ον χρόνο η μητέρα της είναι απασχολημένη με το να πείσει τον πατέρα της να μη πάρει και άλλη σύζυγο η Βαντίντα ασχολείται με το να προσπαθεί να βρει χρήματα ώστε να αγοράσει το ποδήλατο που θέλει…